Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία
Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (Imperium Rōmānum) ήταν το κράτος των αρχαίων Ρωμαίων έπειτα από την περίοδο της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, το οποίο χαρακτηρίζεται από κυβέρνηση με επικεφαλής τους αυτοκράτορες και με μεγάλες εδαφικές κατακτήσεις γύρω από τη Μεσόγειο Θάλασσα στην Ευρώπη, την Αφρική και την Ασία.
Οι πρώτοι αιώνες-βασιλεία (753 π.Χ.-509 π.Χ.)
Χρονολογία ίδρυσης της πόλης της Ρώμης, από την παράδοση, είναι το έτος 753 π.Χ.. Ιδρυτής της θεωρείται ο Ρωμύλος, ένα ημιμυθικό πρόσωπο, που οριοθέτησε τα τείχη της πόλης και σκότωσε τον αδελφό του, Ρέμο, όταν αυτός άρχισε να έρχεται εμπόδιο στα σχέδια και το έργο του Ρωμύλου.
Η ιστορική μνήμη για την πορεία της Ρώμης στα πρώτα της βήματα ισορροπεί ανάμεσα στους μύθους και στα πραγματικά ιστορικά γεγονότα. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτού είναι η αρπαγή των Σαβίνων. Ο Ρωμύλος θέσπισε πολιτικά όργανα που διατηρήθηκαν για αιώνες: τη Σύγκλητο, η οποία ήταν ένα συμβούλιο που αποτελούνταν από τους αρχηγούς των ρωμαϊκών γενών (patres), και τη συνέλευση του λαού. Ακόμη, διεξήγαγε επιτυχημένους πολέμους εναντίον των γειτονικών λαών. Τον Ρωμύλο διαδέχθηκε ο Νουμάς Πομπίλιος, ένας Σαβίνος, και μετά από αυτόν άλλοι πέντε βασιλείς βασίλεψαν στη Ρώμη, με τελευταίο έναν Ετρούσκο, το Λεύκιο Ταρκύνιο, ο οποίος βασίλεψε τυραννικά, ώσπου οι αγανακτισμένοι Ρωμαίοι, κατάφεραν να τον εκθρονίσουν και να τον εκδιώξουν, εγκαθιδρύοντας παράλληλα Δημοκρατία.
Η περίοδος της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας
Με την εκδίωξη του τελευταίου βασιλιά, οι πατρίκιοι, που αποτελούσαν την αγροτική αριστοκρατία και ήταν οι κεφαλές των εκατό κυριότερων οικογενειών της Ρώμης, οργάνωσαν το νέο πολίτευμα. Στη θέση του βασιλιά τοποθετήθηκαν δύο άρχοντες με ετήσια θητεία, οι ύπατοι, οι οποίοι κυβερνούσαν το κράτος και το στρατό. Σταδιακά θεσπίστηκαν και άλλα ανώτερα αξιώματα, όπως οι δύο κυαίστορες που ήταν υπεύθυνοι για τα δημόσια οικονομικά. Όλοι οι αξιωματούχοι ορίζονταν από τη Σύγκλητο, μέλη της οποίας μπορούσαν να γίνουν μόνον πατρίκιοι. Αυτό, βέβαια, δυσαρέστησε πολύ την άλλη κοινωνική ομάδα της Ρώμης, τους πληβείους, δηλαδή τους βιοτέχνες, τους μικροκαλλιεργητές και όλους αυτούς που δεν ανήκαν σε κανένα γένος. Αυτοί, περίπου το 490 π.Χ., συγκεντρώθηκαν σε έναν μικρό λόφο έξω από τη Ρώμη και απείλησαν να ιδρύσουν μία καινούρια, δική τους πόλη, αν οι πατρίκιοι συνέχιζαν να τους αγνοούν και να τους καταπιέζουν.
Οι πατρίκιοι υποχώρησαν, καθώς τους χρειάζονταν για στρατιώτες, και έτσι θεσπίστηκε το αξίωμα του τριβούνου (δημάρχου), του οποίου μοναδικό καθήκον ήταν η προστασία των πληβείων από τις πιέσεις των αρχόντων. Σταδιακά, οι πληβείοι κατέκτησαν και άλλα δικαιώματα. Το 450 π.Χ. πέτυχαν να καταγραφεί το δίκαιο, που ως τότε παρέμενε άγραφο και η ερμηνεία του ήταν στα χέρια των πατρικίων, ενώ το 287 π.Χ. πέτυχαν την ψήφιση ενός νόμου που όριζε ότι η συνέλευση των πληβείων μαζί με τους τριβούνους θα μπορούσε να ψηφίσει νόμους που θα ήταν δεσμευτικοί για όλους τους Ρωμαίους.
Το Ρωμαϊκό κράτος αυτήν την περίοδο αρχίζει να επεκτείνεται στις γειτονικές περιοχές, και συγκροτεί μία συμμαχία των πόλεων του Λατίου. Αργότερα, οι Ρωμαίοι συγκρούονται με τους Κέλτες της βόρειας Ιταλίας, και τους Σαμνίτες της νότιας. Μέχρι το 280 π.Χ. που εισβάλλει ο Πύρρος, βασιλιάς της Ηπείρου, μετά από την έκκληση για βοήθεια των ελληνικών πόλεων της Κάτω Ιταλίας, η Ρώμη έχει κυριαρχήσει στην κεντρική Ιταλία. Οι Ρωμαίοι κατάφεραν μετά από αγώνα να αναγκάσουν τον Πύρρο να γυρίσει στην Ελλάδα και κατέλαβαν το 272 π.Χ. την ελληνική πόλη του Τάραντα.
Μετά από λίγα χρόνια, ξεσπά ο Α' Καρχηδονιακός Πόλεμος (264 π.Χ.-241 π.Χ.). Στο τέλος αυτού του πολέμου, οι κουρασμένοι αντίπαλοι, Ρώμη και Καρχηδόνα, κάνουν ειρήνη. Οι Ρωμαίοι κερδίζουν τη Σικελία, τη Σαρδηνία και την Κορσική και στρέφουν την προσοχή τους στη βόρεια Ιταλία, όπου μέχρι το 220 π.Χ. καταλαμβάνουν την κοιλάδα του Πάδου. Οι Καρχηδόνιοι στρέφονται στην Ισπανία και σύντομα καταλαμβάνουν όλα τα εδάφη μέχρι τον ποταμό Έβρο. Όλα έδειχναν ότι οι δύο δυνάμεις είχαν αφήσει ανοιχτούς λογαριασμούς.
Εκείνη την εποχή, αναλαμβάνει τη διοίκηση των καρχηδονιακών δυνάμεων ο Αννίβας, που σύντομα θα έδειχνε τη στρατιωτική του ιδιοφυΐα. Περνά τις Άλπεις (218 π.Χ.), μεταφέρει τον πόλεμο στην Ιταλία, και σε δύο φονικές μάχες, στη λίμνη Τρασιμένη και τις Κάννες (216 π.Χ.) καταφέρνει να συντρίψει τον ρωμαϊκό στρατό. Οι Ρωμαίοι, όμως, συνήλθαν γρήγορα και κατάφεραν να αντισταθούν και να μεταφέρουν οι ίδιοι τον πόλεμο στην Αφρική. Το 202 π.Χ., ο Αννίβας ηττάται στη Ζάμα από τον Κορνήλιο Σκιπίωνα.
Η Καρχηδόνα υποχρεώθηκε να περιοριστεί στην Αφρική και να πληρώσει μεγάλη χρηματική αποζημίωση. Μόλις τελείωσε ο Β' Καρχηδονιακός Πόλεμος, οι Ρωμαίοι εμπλέκονται σε πόλεμο στην ελληνική ανατολή. Το 197 π.Χ., νίκησαν το Φίλιππο Ε', βασιλιά της Μακεδονίας, στις Κυνός Κεφαλάς. Μετά από τέσσερις νικηφόρους Μακεδονικούς πολέμους υποτάσσουν το βασίλειο της Μακεδονίας και το 148 π.Χ. συγκροτούν εκεί την πρώτη τους επαρχία πέρα από την Αδριατική. Το 146 π.Χ., νικούν την Αχαϊκή Συμπολιτεία στη μάχη της Λευκόπετρας και κάθε αντίσταση στον ελληνικό νότο εξουδετερώνεται, ενώ μία εξέγερση της Καρχηδόνας, τον ίδιο χρόνο, συντρίφτηκε. Το 189 π.Χ. νικούν το Σελευκίδη βασιλιά Αντίοχο Γ' στη Μικρά Ασία. Το 133 π.Χ., ο βασιλιάς της Περγάμου, ο Άτταλος Γ', κληροδοτεί το βασίλειό του στη Ρώμη.
Όμως, οι συνέπειες από αυτές τις επιτυχίες, δεν είναι όλες θετικές για το λαό. Με την κατάκτηση τόσων καινούριων εδαφών, η εισροή χρυσού και αργύρου γίνεται μαζική, προκαλεί αύξηση των τιμών και ωθεί τους μικροκαλλιεργητές στη χρεωκοπία και τα κατώτερα στρώματα του λαού στη φτώχεια. Η έγγεια περιουσία μαζεύεται στα χέρια μεγάλων γαιοκτημόνων, ενώ η ψαλίδα μεταξύ των φτωχών και των πλουσίων άνοιγε συνεχώς. Αυτή την κατάσταση προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν δύο αδέρφια, οι Γάιος Γράκχος και Τιβέριος Γράκχος, με φιλολαϊκές μεταρρυθμίσεις και ίση διανομή της καλλιεργήσιμης γης σε όλους τους πολίτες. Όμως η αντίδραση των πατρικίων ήταν πολύ μεγάλη και οι Γράκχοι δολοφονήθηκαν. Εν τω μεταξύ το πολίτευμα της Ρώμης βυθιζόταν όλο και πιο πολύ στην ασυδοσία και τη διαφθορά, παρόλο που η Ρώμη συνέχιζε να επεκτείνεται κυρίως λόγω φιλόδοξων στρατηγών.
Η περίοδος των εμφυλίων (85-30 π.Χ.)
Καθώς η δύναμη των στρατηγών αυξάνεται, τόσο αυξάνεται και η έκταση του ρωμαϊκού κράτους, αλλά σύντομα ο ανταγωνισμός μεταξύ των στρατηγών γίνεται πολύ μεγάλος. Μέσα σε αυτή την ταραγμένη περίοδο ξεσπά ο Συμμαχικός πόλεμος (91 π.Χ.-88 π.Χ.), ο πόλεμος των Ιταλών συμμάχων της Ρώμης εναντίον της. Οι υπόλοιποι Ιταλοί διεκδικούσαν καλύτερη μεταχείριση και την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη. Οι Ρωμαίοι τελικά θα νικήσουν, αλλά θα παραχωρήσουν σε όλους τους κατοίκους της ιταλικής χερσονήσου, την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη. Ήδη δύο στρατηγοί έχουν ξεχωρίσει, ο λαϊκός Μάριος και ο αριστοκράτης Σύλλας. Ο ανταγωνισμός μεταξύ τους είναι σκληρός.
Το 88 π.Χ., η Σύγκλητος στέλνει στην Ανατολή εναντίον του βασιλιά του Πόντου, Μιθριδάτη ΣΤ', τον Σύλλα. Ο Μάριος εξοργίζεται και έχοντας το πεδίο ελεύθερο προχωρεί σε προγραφές εναντίον των αντιπάλων του. Το 86 π.Χ., όμως, πεθαίνει. Το 85 π.Χ., ο Σύλλας επιστρέφει νικηφόρος από την Ανατολή, ονομάζεται δικτάτορας, και προχωρεί με τη σειρά του σε προγραφές εναντίον των αντιπάλων του. Ακόμη, μεταρρυθμίζει το πολίτευμα και δίνει μεγάλες εξουσίες στη Σύγκλητο, όμως πεθαίνει και αυτός το 78 π.Χ.
Πλέον, νέοι στρατηγοί έρχονται στο προσκήνιο, ο Πομπήιος, ο Κράσσος (οι δύο στρατηγοί που κατέπνιξαν την εξέγερση των δούλων από το 73 π.Χ. ως το 71 π.Χ. υπό τον Σπάρτακο) και αργότερα ο Ιούλιος Καίσαρας. Οι τρεις τους σχηματίζουν την πρώτη τριανδρία.
Ο Πομπήιος νικά τον Μιθριδάτη, που αναγκάζεται να αυτοκτονήσει (63 π.Χ.), και ιδρύει νέες επαρχίες στην Ανατολή (Συρία, Κιλικία, Κρήτη, Κύπρος), ενώ εξουδετερώνει και την πειρατεία, που ήταν μάστιγα στη Μεσόγειο. Ο Καίσαρας μέσα σε 10 χρόνια (59 π.Χ.-49 π.Χ.) κατακτά τη Γαλατία, και η ρωμαϊκή εξουσία είναι αδιαμφισβήτητη στα δυτικά του Ρήνου. Ο Κράσσος σκοτώνεται σε μάχη εναντίον των Πάρθων το 53 π.Χ. στις Κάρρες της Μεσοποταμίας. Οι Καίσαρας και Πομπήιος αδυνατούν να ομονοήσουν και συγκρούονται. Ο εμφύλιος πόλεμος που ξεσπά είναι εξαιρετικά βίαιος. Θέατρο του πολέμου είναι ουσιαστικά όλη η Μεσόγειος, από την Ισπανία ως την Ελλάδα. Ο Πομπήιος μετά την ήττα του στη μάχη των Φαρσάλων (48 π.Χ.) διαφεύγει στην Αίγυπτο, όπου και δολοφονείται.
Ο Καίσαρας παίρνει την εξουσία στη Ρώμη, ονομάζεται δικτάτορας για δέκα χρόνια, και μετά ισόβιος. Ακόμη ονομάζεται Imperator (αυτοκράτορας) και pater patriae (πατέρας της πατρίδας). Προβαίνει σε αρκετά φιλολαϊκά μέτρα και τριπλασιάζει τον αριθμό των μελών της Συγκλήτου, ούτως ώστε να εξασφαλίζει τη συναίνεσή της για όλα τα θέματα. Κάποιοι συγκλητικοί, όμως, που φοβούνταν τη δύναμή του με επικεφαλής το θετό γιο του, Βρούτο, τον δολοφονούν το 44 π.Χ.. Την εξουσία αναλαμβάνει η δεύτερη τριανδρία, οι Μάρκος Αντώνιος, ο ανιψιός του Καίσαρα Οκταβιανός, και ο Λέπιδος. Προχωρούν σε νέες προγραφές εναντίον αντιπάλων τους και το 42 π.Χ. νικούν το στρατό των δολοφόνων του Καίσαρα στους Φιλίππους της Μακεδονίας. Η τελική σύγκρουση γίνεται μεταξύ του Οκταβιανού και του Αντωνίου, που υποστηριζόταν από τη βασίλισσα της Αιγύπτου, Κλεοπάτρα. Ο Αντώνιος ηττήθηκε στη ναυμαχία στο Άκτιο (31 π.Χ.) και ο Οκταβιανός προσάρτησε την Αίγυπτο κυριαρχώντας στο σύνολο της αυτοκρατορίας.
Η πρώιμη αυτοκρατορική περίοδος (Ηγεμονία ή Principatus)
Κατά ενάμιση αιώνα, η ρωμαϊκή αυτοκρατορία βρισκόταν στο ζενίθ της πολιτικής και πολιτιστικής της ακμής. Ήταν μία περίοδος βραδέων εξελίξεων, Κάποιοι μάλιστα την αποκαλούν την "ευτυχέστερη περίοδο της ιστορίας του ανθρωπίνου γένους". Πίσω από την ευημερία της Παξ Ρομάνα, όμως, λάμβαναν χώρα αλλαγές που οδήγησαν προοδευτικά στην κρίση της αυτοκρατορίας τον 3ο αιώνα μ.Χ. Από πολιτική άποψη, η σταθερή διακυβέρνηση οφείλεται στο ότι ισχυρές δυναστείες κυριαρχούσαν, ώστε να μην υπάρχουν ουσιαστικές εσωτερικές ανωμαλίες (εξαιρουμένων των ετών 68-69 και 193).
Στο εσωτερικό επικρατεί ειρήνη, ασφάλεια και σχετική ηρεμία. Το οδικό δίκτυο με κέντρο τη Ρώμη επεκτείνεται σε όλη την αυτοκρατορία και μαζί του το εμπόριο και ο ελληνορωμαϊκός πολιτισμός. Σε κάθε μεγάλη πόλη της αυτοκρατορίας υπάρχουν υδραγωγείο και δημόσια λουτρά. Παρόλο που οι εξουσίες είναι συγκεντρωμένες στα χέρια ενός ανθρώπου, του αυτοκράτορα, ο λαός είναι ευχαριστημένος. Βέβαια, στο θρόνο κάποιες φορές ανεβαίνουν παρανοϊκοί και οκνηροί αυτοκράτορες, όπως ο Καλιγούλας, ο Νέρων και ο Κόμμοδος, αλλά αυτοί αντισταθμίζονται από τους καλούς και ενσυνείδητους αυτοκράτορες, όπως ο Κλαύδιος, ο Τραϊανός, ο Αδριανός και ο Μάρκος Αυρήλιος.
Ο Αύγουστος και η έναρξη του Principatus
Μετά τη ναυμαχία στο Άκτιο, ο όρος res publica, με την έννοια του δημόσιου καθεστώτος διοίκησης, εξακολούθησε να χρησιμοποιείται. Οι δημόσιες επιγραφές, μάλιστα, τόνιζαν τη σωτηρία και την αποκατάσταση της reipublicae από τον Αύγουστο. Το αν πράγματι ο Αύγουστος αποκατέστησε τη rem publicam αποτελεί ένα πρόβλημα.
Η res publica ήταν ένα ιδιαίτερα σύνθετο πολιτικό και κοινωνικό καθεστώς και σύστημα, κάτι που είχαν συνειδητοποιήσει οι Ρωμαίοι, όπως δείχνει η σύντομη αναφορά του Τάκιτου στα Χρονικά του ότι το πολίτευμα του Αυγούστου ολίσθαινε προς τη μοναρχία, αφού σε αντίθεση με την ισότητα, που ανήκε στο παρελθόν, τώρα όλοι εκτελούσαν τις διαταγές και τις επιθυμίες του Αυγούστου.
Οι σταδιακές αλλαγές που επέφερε ο Αύγουστος είναι ο λόγος της ανοχής των Ρωμαίων. Η σταδιοδρομία του, δηλαδή, δεν έδινε την εντύπωση συνεχούς προσπάθειας σφετερισμού της εξουσίας. Ως Οκταβιανός, ως το 44-43 π.Χ., ασχολούνταν μάλλον με τυχοδιωκτικές δραστηριότητες. Τη δεκαετία του 30 π.Χ., όμως, η δημόσια εικόνα του άλλαξε, λόγω του κύρους που περιβλήθηκε. Ο Οκταβιανός αντιμετώπισε τον Αντώνιο, τον οποίο παρουσίαζε ως έναν ανατολικού τύπου δεσπότη, και ως ηγέτης των Καισαριανών ανέλαβε την υποχρέωση της res publica για εκδίκηση, κύριος παράγων αναστήλωσης. Η εντολή αυτή είχε δοθεί στη Δεύτερη Τριανδρία. Παράλληλα, κέρδισε την εύνοια του στρατού και των λαϊκών στρωμάτων, αφού ο Καίσαρας τον είχε καταστήσει κληρονόμο του. Η ειρήνευση και η σταθερότητα που πέτυχε να επιβάλλει στην αυτοκρατορία τον ενίσχυσαν σημαντικά. Ως κατάληξη αυτών, στα τέλη της δεκαετίας του 30, τα συμφέροντα του Οκταβιανού ταυτίζονταν με τα συμφέροντα κάθε κοινωνικής ομάδας. Ωστόσο, ο στόχος της πλήρους και ολοκληρωτικής επιστροφής στην ομαλότητα δεν είχε επιτευχθεί. Ο Οκταβιανός έκρινε ότι χρειαζόταν κάποιος χρόνος για να επέλθει η ηρεμία. Με χαρακτήρα συμφιλιωτικό, λοιπόν, αναλάμβανε κάθε χρόνο νομότυπα το αξίωμα του υπάτου.
Δύο ημερομηνίες αποτελούν σταθμό στην έναρξη του principatum.
Η πρώτη είναι το 27 π.Χ.. Τον Ιανουάριο του έτους αυτού δεν υπήρχε λόγος κατοχύρωσης των έκτακτων εξουσιών από το λαό και τη Σύγκλητο. Στο Res Gestae Divi Augusti αναφέρεται ότι κατά την έκτη και έβδομη υπατεία του Αυγούστου (27 π.Χ.) ο Αύγουστος έθεσε τέλος στους εμφυλίους πολέμους και με τη σύμφωνη γνώμη όλων ανέλαβε τον πλήρη έλεγχο του πολιτεύματος. Πολλές διαμαρτυρίες, ο λαός και η σύγκλητος τελικά τον απέτρεψαν. Ένας νέος συνταγματικά κατοχυρωμένος ρόλος ήταν η πρώτη πράξη δημιουργίας του principatum.
Έτσι, ο Οκταβιανός ανέλαβε κάθε χρόνο ύπατος για 10 χρόνια και του ανατέθηκε η διοίκηση τριών μειζόνων επαρχιών: της Ισπανίας, της Συρίας και της Γαλατίας. Οι εξουσίες αυτές πήγαζαν νομότυπα και ο Οκταβιανός ήταν υπόλογος στη Σύγκλητο μετά το τέλος της θητείας του. Πάντως, του έδιναν τη δυνατότητα πλήρους ελέγχου της εξουσίας, καθώς διοικούσε τα Ρώμη ως ύπατος και αυτοκράτορας των στρατιωτικών δυνάμεων ενώ υπό τις διαταγές του ως διοικητή των επαρχιών βρίσκονταν λεγεώνες που αντιπροσώπευαν τον κύριο όγκο του ρωμαϊκού στρατού.
Η εποχή αυτή ήταν ευνοϊκή για τη δημοτικότητα του Οκταβιανού: μετά τις νίκες του τελούσε μεγάλες δημόσιες τελετές, οικοδόμησε δημόσια κτήρια, ναούς, αμφιθέατρα κλπ., αναθεώρησε τον κατάλογο των μελών της Συγκλήτου, απομακρύνοντας ανάξια στοιχεία, έλαβε νέα μέτρα και κατάρτισε ένα νέο κατάλογο με επικεφαλής (princeps senatus) τον ίδιο. Οι υπόλοιποι αξιωματούχοι εκλέγονταν, ο Αύγουστος ήταν ο ένας από τους δύο υπάτους κάθε χρόνο και οι επαρχίες διοικούνταν από αξιωματούχους της συγκλήτου.
Αμέσως μετά το 27 π.Χ., η Σύγκλητος έδωσε στον Οκταβιανό το όνομα Augustus που αντικατέστησε το Octavianus. Το όνομα Augustus, που αποδίδεται στα ελληνικά με τον όρο ‘Σεβαστός’, σχετίζεται με το ρήμα augere (=αυξάνω) και, επομένως, με την αύξηση του κράτους και έχει ιερατικό χαρακτήρα.
Η δεύτερη ημερομηνία-σταθμός για την έναρξη του principatus είναι το 23 π.Χ.. Η απουσία του Αυγούστου από τη Ρώμη τα έτη 27- 23 π.Χ. δε δημιούργησε την εντύπωση ότι ο Αύγουστος ήταν ο απόλυτος κυρίαρχος της res publica. Η προσωπικές δυσαρέσκειες και οι διοικητικές δυσλειτουργίες καθιστούσαν αναγκαίο τον επαναπροσδιορισμό της νομικής θέσης του Αυγούστου. Αιτία ήταν ένα συγκεκριμένο γεγονός. Το 24 π.Χ., ο ανθύπατος της Μακεδονίας διεξήγαγε επιχειρήσεις στη Θράκη χωρίς την άδεια της Συγκλήτου, κάτι που αποτελούσε προδοσία, αυτόβουλη ενέργεια του διοικητή σε αντίθεση με τη σύγκλητο και τον princepem. Επίσης, η συνεχής ανάληψη της υπατείας από τον Αύγουστο ερχόταν σε αντίθεση με τα ειωθότα και τα ήθη της res publica και απέκλειε πολλά μέλη της αριστοκρατίας από αυτή τη θέση. Του παραχωρήθηκε η μείζων ανθυπατική εξουσία (imperium proconsulare maius), ώστε να έχει το δικαίωμα να επεμβαίνει όποτε το έκρινε απαραίτητο και, άρα, τον σχεδόν πλήρη έλεγχο της εξουσίας.
Πάντως, ο Αύγουστος φαινόταν να παραμένει πιστός στους κανόνες της res publica που είχε αποκαταστήσει και δεν είχε παραβεί τα όρια των αρχών του. Όμως, ασκούσε μεγάλη επιρροή στους φορείς εξουσίας λόγω του κύρους του (auctoritas) και πλήθους άλλων παραγόντων. Επίσης, το 23 π.Χ. του παραχωρήθηκε η δημαρχική εξουσία (tribunicia potestas), γεγονός το οποίο αποτελεί χρήσιμη χρονολογική ένδειξη, καθώς απαντάται σε όλα τα δημόσια έγγραφα της εποχής. Η ανάληψη του δημαρχικού αξιώματος δικαιολογούνταν αφού είχε γεννηθεί πληβείος και είχε εισαχθεί αργότερα στους πατρικίους. Το 36 π.Χ., ο λαός της Ρώμης του είχε απονείμει τιμητικά το αξίωμα του δημάρχου, που το 23 π.Χ. έλαβε ουσιαστικό χαρακτήρα.
Ο Αύγουστος προβαίνει σε νέες κατακτήσεις, και σύντομα η αυτοκρατορία αποκτά σταθερά σύνορα που λίγοι αυτοκράτορες θα περάσουν: οι ποταμοί Ρήνος, Δούναβης και Ευφράτης και η έρημος της Σαχάρας.
Το πρόβλημα της διαδοχής του Αυγούστου
Ένα μεγάλο πρόβλημα που αντιμετώπιζε ο Αύγουστος ήταν εκείνο της διαδοχής του. Τυπικά, το πολίτευμα δεν ήταν μοναρχία και ήταν αδιανόητη η κληρονομική διαδοχή. Η θέση του princepis ήταν σχετικά ασαφής και η πηγή νομιμοποίησης εξουσία του Αυγούστου οφειλόταν στο σύνολο των εξουσιών των παραδοσιακών αρχόντων η κατοχή των θέσεων των οποίων ανανεωνόταν. Η μόνη λύση ήταν ο Αύγουστος να του απονείμει ρεπουμπλικανικά αξιώματα.
Πρώτη επιλογή του ήταν ο Μάρκος Μάρκελλος, γαμπρός του. Η επιλογή αυτή προκάλεσε την αντίδραση του στενού συνεργάτη του και υπαρχηγού του, Μάρκου Αγρίππα. Όμως, ο πρόωρος θάνατος του Μάρκου Μάρκελλου μετέβαλε το σκηνικό και οι πιθανότητες να διαδεχθεί ο Μ. Αγρίππας τον Αύγουστο εμφανιζόταν ενισχυμένες. Το 23 π.Χ., κατά τη διάρκεια μίας ασθένειάς του, ο Αύγουστος έδωσε στον Αγρίππα το δαχτυλίδι και τη σφραγίδα του. Το 21 π.Χ., τον πάντρεψε με την κόρη του, Ιουλία. Ο γάμος αυτός αποδείχθηκε ιδιαίτερα παραγωγικός: ο Αγρίππας και η Ιουλία απέκτησαν 5 παιδιά, 3 από τα οποία αγόρια.
Ο αναπάντεχος θάνατος του Αγρίππα, το 12 π.Χ., οδήγησε εκ νέου σε αδιέξοδο το πρόβλημα της διαδοχής του Αυγούστου. Ο Γάιος και ο Λεύκιος υιοθετήθηκαν από τον παππού τους και ονομάστηκαν Καίσαρες, αλλά ήταν πολύ μικροί για να αναλάβουν τα καθήκοντα της διακυβέρνησης του κράτους και να ληφθούν υπόψη στη σειρά διαδοχής του Αυγούστου. Έτσι, ο τελευταίος στράφηκε στον Τιβέριο, που την εποχή εκείνη ήταν 30 ετών, τον υποχρέωσε να χωρίσει τη γυναίκα του και να παντρευτεί την Ιουλία. Το 6 π.Χ., έλαβε την υπατική εξουσία. Το παιδί πέθανε σε βρεφική ηλικία. Όσο μεγάλωναν τα εγγόνια του, ο Αύγουστος έδειχνε φανερά την προτίμησή του σε αυτά, ενώ ο Τιβέριος ζούσε αυτοεξόριστος στη Ρόδο. Αλλά και οι δύο εγγονοί του Αυγούστου πέθαναν σε εφηβική ηλικία. Έτσι, ο Τιβέριος ως ο μόνος που είχε αρκετή πείρα για τη διοίκηση του κράτους υιοθετήθηκε το 4 μ.Χ. από τον Αύγουστο, ο οποίος του παραχώρησε τη δημαρχική εξουσία.
Πηγές άρθρου: